- ξαναμωραίνω
- 1. κάνω κάποιον να γίνει πάλι μωρό2. (συν. το μέσ.) ξαναμωραίνομαι(για γέροντα ή γερόντισσα) κάνω ή λέγω ανοησίες, ξεκουτιαίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαναμωραίνω — ξαναμώρανα, ξαναμωράθηκα, ξαναμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει ξανά μωρό. 2. το μέσ., ξαναμωραίνομαι γίνομαι ξανά μωρό, φέρνομαι σαν παιδί, λέω ανοησίες: Ξαναμωράθηκε ο γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)